- λαμπαδίτης
- ο (Α λαμπαδίτης)νεοελλ.1. (ορυκτ.) σπάνιο ορυκτό που αποτελείται κυρίως από ένυδρο οξείδιο τού μαγγανίου, από 18% και πλέον οξείδιο τού χαλκού και από μικρή ποσότητα οξειδίου τού κοβαλτίου2. συν. στον πληθ. οι λαμπαδίτεςαυτοί που βαστάζουν σε λιτανεία τις μεγάλες λαμπάδεςαρχ.λαμπαδιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με την αρχ. σημ. < λαμπάς, -άδος + -ίτης. Ο τ. ως επιστημονικός όρος είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lampadite < γαλλ. lampadite (< όν. τού Wilhelm A. Lampadius, Γερμανού χημικού) + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.